Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αφόρηγος -η -ο

αχρησιμοποίητος, αμεταχείριστος: “Ρούχα αφόρηγα”, αλλά και κερί αφόρηγο (μέλισσας).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀφόρ(η)γος -η -ο (ἀ-φορέω, φορητὸς) = ἀφόρετος, ἀμεταχείριστος, καινουργής.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.