αφόρηγος -η -ο
αχρησιμοποίητος, αμεταχείριστος: “Ρούχα αφόρηγα”, αλλά και κερί αφόρηγο (μέλισσας).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀφόρ(η)γος -η -ο (ἀ-φορέω, φορητὸς) = ἀφόρετος, ἀμεταχείριστος, καινουργής.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης