Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Α

αφρίνα (η)

η κορφή, ο αφρός του αλατιού στις Αλυκές. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀφρίνα /ἡ/ (ἀφρὸς) = ὁ ἀφρὸς τοῦ ἅλατος, ἡ ἐκλεκτὴ κατάλευκος ποιότης τοῦ ἅλατος ἡ περισυλλεγομένη ἐκ τῆς ἐπιφανείας τῶν ἁλοπηγείων. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αφροξυλιά

το θαμνώδες φυτό ακτέα, ή ακτή. Τα άνθη της αφροξυλιάς είναι ιαματικά για τη φλόγωση των ματιών. και κουφοξυλιά Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀφ(ρ)οξ(υ)λιὰ /ἡ/ (ἀφρὸς-ξῦλον) = τὸ θαμνῶδες φυτὸν ἀκταία, κουφοξυλιὰ (τὰ ἄνθη της χρησιμοποιοῦνται εἰς θεραπευτικὰ ἀφεψήματα κατὰ τῶν φλογώσεων τῶν ὀφθαλμῶν). Tα Λευκαδίτικα – . . . Περισσότερα

ἀφτάντσα

βλ. και αυτάντζα Ἀφτάντσα /ἡ/ (Ἰ. affitare) = μίσθωσις, πάκτωσις ἀγροτικοῦ κτήματος, συγκομιδὴ τοῦ ἐλαιοκαρποῦ ἐπὶ μισθώματι ἐλαίου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Ο Κοντομίχης το γράφει αυτάντζα.  Προτιμητέα η γραφή με -φ- αφού στα ιταλικά, απ΄ όπου προέρχεται είναι affittantza, εκμίσθωση (αγροτικού κτήματος) ή ενοικίαση. Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης  . . . Περισσότερα

ἀφτάρω

Ἀφτάρω Ἰ. affitare) = μισθώνω, πακτώνω, δίδω τὴν συγκομιδὴν ἐλαιοκάρπου ἐπὶ μεριδίῳ εἰς ἔλαιον.

άφτρα (η)

καύτρα (στοματίτιδα). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἄφτρα /ἡ/ = ἄφθη, ἀφθώδης στοματῖτις. (λέγεται καὶ καῦτρα). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αφύσκος -η -ο

αυτός που κάνει αφύσικα πράγματα, ο αηδής, ο λαίμαργος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀφύσ(ι)κος -η -ο (ἀ – φυσικὸς) = ἀσυνήθης, λαίμαργος, ἀσελγής, ἀηδής. (ἀφύσικος) Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Αφσκιά και αφσκολόγα. Σε απάντηση στον μακαρίτη Λάκη Μαμαλούκα, υποστηρίξαμε πως δεν είναι η λέξη . . . Περισσότερα

αχ-βαχ

επιφώνημα που φανερώνει καημούς και ντέρτια νέων και παλικαράδων. Το ΄γραφαν πάνω στα μαχαίρια που κατασκεύαζε ο ονομαστός μαχαιροποιός Κατωπόδης, από τον Πόρο, καθώς και οι παλιοί Λευκαδίτες στις σκάλτσες τους.

αχαιρέτειος, -α, -ο

αυτός που βιάζεται τόσο πολύ που δε χαιρετάει όταν περνάει. Λέγεται μεταφορικά και γι΄ αυτόν που πίνει ή τρώει λαίμαργα.

αχάλι (το)

σκληρή ακανθώδης σκούπα, θρουμπόσκουπα με την οποία μαζεύουν στα αλώνια τα στάχυα που ξέμειναν άθικτα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀχάλι /τὸ/ (Ἰ. aguglia, aguila ; ) = ποικιλία τοῦ ἀκανθοφρυγάνου, ἐχίνωψ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀχάλι = τό ἐχίνωψ, ἀκανθοφόρο φυτό μέ μακριά ἀγκάθια εἴδους . . . Περισσότερα

αχαλίζω

μαζεύω με το αχάλι τα μη αλωνισθέντα στάχυα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀχαλίζω (Ἰ. aguglia, aguila ; ) = ἀπαλάσσω τὸν ἀνεμισμένον ἐν τῷ ἁλωνίῳ σῖτον ἀπὸ τὰ ὑπολείμματα σταχύων, ἀχύρων κ.τ.τ. τῇ βοηθείᾳ σαρώθρου ἀπὸ «ἀχάλι». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αχάλισμα

η εργασία του να μαζεύεις με σκληρή θραμπόσκουπα τα στάχυα που δεν πατήθηκαν στο αλώνι. βλ. και αχαλίζω Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

αχαμνά (τα)

το ουδ, πληθυντικού. Οι όρχεις και όλο το πάνω μέρος γύρω από αυτά. Θεωρείται πολύ ευαίσθητο μέρος: “Τον κλότσησε δυνατά στα αχαμνά και τον σώριασε κάτω”.

αχάμνια (η)

αχάμνια έχει ο λιπόσαρκος και γενικά ο αδύνατος και ο οστεώδης. ΒΑΛ. Θαν. Βάγιας, σ.12, σελ. 74: “Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια / απ΄την αχάμνια τους λες κι είν΄ μαχαίρια”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀχάμνια /ἡ/ (ἀ-χαίνω, ἀχάνεια) = λειποσαρκία, ἰσχνότης. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

αχαμνός -ή -ό

ο σκελετωμένος, ο λιπόσαρκος, ο αδύνατος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀχαμνὸς -ὴ -ὸ (ἀ-χαίνω, ἀχανὴς) = λειπόσαρκος, ὀστεώδης, σκελετωμένος, ἄπαχος, «τ’ ἀχαμνὰ» = οἱ ὄρχεις τοῦ ἀνδρός. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αχαριαίνω

γίνομαι άχαρος, δε δίνω χαρά στους άλλους, λυπάμαι, στενοχωριέμαι: “Έφυγε η νύφη μας κι αχάριαινε το σπιτικό μας”.

άχαρος -η -ο

ο ανεπιτήδειος για κάτι, ακατάλληλος για κάτι: “Ο τάδε είναι άχαρος (ή) δεν κάνει γι΄ αυτή τη δουλειά”. ο δυστυχής, αυτός που δε νιώθει χαρά. “Έχασε τον άντρα της κι έμεινε έρμη κι άχαρη”. “Άχαρη συζήτηση” = κουραστική, χωρίς νόημα. ΒΑΛ. Η σκλάβα: “Κι αν ίσως και στο δρόμο σου . . . Περισσότερα

αχέλι (το)

το γνωστό χέλι. φράση: “Δεν είναι εύκολο να τον βρω, μου γλιστράει σαν χέλι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀχέλι /τὸ/ = ὁ ἔγχελυς, τὸ χέλι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ἀχέλι = τό χέλι. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

αχελόμανα (η)

το μεγάλο χέλι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀχελομάνα /ἡ/ = μέγας ἔγχελυς, μεγάλο χέλι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αχερίζω – αχυρίζω

τρέφω με άχυρα, ξεγελάω κάποιον, ασεβώ. “Πάω στο αχούρι να αχερώσω τ΄ άλογο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀχερίζω = ἀχυρίζω, τρέφω μὲ ἄχυρα, ἐξαπατῶ, μεταχειρίζομαι ἀνευλαβῶς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

άχερο

η καλαμιά του σιταριού κ.α. δημητριακών, που γίνονται μικρά κομμάτια, μεταφέρονται στο σπίτι από τις γυναίκες μέσα σε μεγάλα ρούχα σκεπαστάρικα και τα ρίχνουν στον πλοκό, για να ταίζουν τα ζώα του σπιτιού, εξ ου και η αρχαία παροιμία: “Όνος εις άχυρα”, δηλ. ο γάιδαρος βρήκε ανέλπιστα άχυρο και το . . . Περισσότερα

άχνα (η)

η μιλιά: “Δεν βγάζει άχνα” = δε μιλάει, δε διαμαρτύρεται καθόλου … “Έπεσε κάτω άπνοος χωρίς να βγάλει άχνα” φράση: “Δεν ακούστηκε άχνα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἄχνα /ἡ/ (ἀ-χνοῦς, ἄχνη) = χνοῦδι, ἀχνός, πάχνη. «δὲν ἔβγαλ’ ἄχνα» = δὲν έξέπεμψεν οὐδ’ ἀχνόν, δὲν ἐπρόφερε λέξιν. . . . Περισσότερα

ἀχνάδα

ἀχνάδα = ὠχρότης. Τὸ δ᾿ ἐν τῇ φρ. δὲν τὸ ᾿πῆρες ἀχνάδα (= δἐν τὸ ἐννόησες) παράγ. ἐκ τοῦ ἴχνος οἱονεὶ ἰχνάδα. βλ. οχνάδα και ἀχνός

άχνη (η)

το πολύ ψιλοκομμένο αλεύρι, η πασπάλη – η πολύ ψιλοκομμένη ζάχαρη.