ἀφορμίζω -ομαι 21 Δεκ, 2016 Α 0 Σχόλια 0 Ἀφορμίζω -ομαι = προκαλῶ ἢ ὑφίσταμαι βλαπτικὴν ἀφορμ, μηχανεύομαι ἀφορμήν.