μοσκεύω ή μουσκεύω
βρέχω τελείως, βάνω μέσα στο νερό κάτι και βρέχεται. “Εμούσκεψα απ΄τη βροχή” – “έγινα μουσκεμα” – “μ΄ έκανε μοσκίδι” – “μουσκεύω το ψωμί στο νερό”. κλπ
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μοσκεύω (μοσχεύω) = διαβρέχω, ἐμβαπτίζω εἰς τὸ ὕδωρ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Από το αρχαίο ρήμα μοσχεύω, που σημαίνει ανατρέφω, διατηρώ τα φυτά (μόσχευμα φυτού). Από δω το μεσαιωνικό μοσκεύω και το ιταλικό mossio = μαλακός, πλαδαρός. Μεταφορικά αποθαρρυμένος, πεσμένος (εξ ου ανόρεχτος και το συνηθισμένος, ξαναμοσκεύομαι = απρόθυμος (λόγω) ανορεξίας) να φάω.
Οι παραφυάδες, προτού μεταφυτευτούν, διατηρούνται στο νερό (Μπαμπινιώτης). Από δω το “μούσκεμα” του μπακαλιάρου και των οσπρίων. Αλλά και το μούσκεμα από βροχή.
ΝΑ σημειώσουμε και τη μετα-μόσχευση οργάνων, στην ιατρική.
Στην Καρυά λέμε: βάνω στο μόσκιο (όχι μούσκιο) τα λαθύρια.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης