Όλες οι λέξεις στο Α
ο ατμός που αναδίνεται από βρασμένο υγρό, νερό, λάδι, αχνός από τηγανισμένα ψάρια, “αχνός μαγειρεμένου φαγητού”. το χνώτο, ιδίως στις ψυχρές μέρες – “αναστενάζω και βγαίνει ο αχνός και μέσα μένει ο πόνος” ΒΑΛ. Αθ. Διάκος, 3, 41. – “εθόλωνε με τον αχνό του μαχαιριού τη λάμψη”. το ρ. αχνίζω. . . . Περισσότερα
αρχίζει να γίνεται αχνό το φως, σουρουπώνει
φωνάζω αχ, από μεγάλη στενοχώρια, έχω φόβο και αγωνία. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀχολογιῶμαι («ἄχ»-λέγω, λογίζομαι) = ἀγωνιῶ, ἀδημονῶ, φοβοῦμαι κακόν τι, ἐπαναλαμβάνω ἐναγωνίως «ἄχ… ἄχ…». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
χυμίζω εναντίον κάποιου, αντιτίθεμαι. “του αχούμησα και τον έδειρα” – “μου αχούμησε ο σκύλος σου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀχουμάω (βλ. λ. χουμάω). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
σταύλος, αχυρώνας Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀχοῦρι /τὸ/ (Ἀλ. ἀχσούρ. Σ. ἀχὰρ) = ἀχυρών, σταῦλος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀχρῄζω § ἀξίζω. Π. ἀχρῄζει δέκα δραχμαῖς § χρῄζει, πρέπει (ἀπροσώπ.). Σοῦ ἀχρῄζει νὰν τσῂ φᾷς = χρήζει σοι δαρῆναι. Σημ. Ἐκ τοῦ ἀρχαίου χρῄζω. Ὁ Βυζ. παραλείπει τἠν β΄ σημασίαν.
αυτός που δεν χρόνιασε. κατάρα: “μωρέ αχρόνιαγο, να μη σ΄ εύρει ο χρόνος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀχρόνιαγος -η -ο (ἀ-χρόνος) = ὁ μὴ συμπληρώσας ἔτος, λέγεται καὶ ὡς κατάρα: «μωρὲ ἀχρόνιαγο» = βρὲ ποὺ νὰ μὴ συμπληρώσης ἔτος ζωῆς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Αχρόνιαγο, . . . Περισσότερα
Ἀχώνη -ι /ἡ, τὸ/ (ά-χοάνη, χώνη) = ἀχόρταγος, ἀκόρεστος, ἄπληστος.
«Τὴν ἄγρια τὴν ἁψάδα» (σελ. 181, ἈΘ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟΝ) Ἁψάδα, κυρίως ἑπὶ δριμέων ὑγρῶν, μεταφορικῶς δὲ σημαίνει θυμόν.Ἁψύς, θυμοειδής. Συνηθέστατον, ἐπί ἳππων.
Ἀψέντε /ἀρχ. (Ἰ. absente) = ἀπών, ἀπουσιάζων.
και άψινθος (ο) και αψίνθιο και αψέντι (το) ποώδες φυτό με πικρή γεύση που συναντάται σε χέρσα ορεινά και ξηρά εδάφη, από αυτό παράγεται το αψινθέλαιο που χρησιμοποιείται ως αιθέριο έλαιο
ιαματικό φυτό, κοινώς αψ΄διά. Σε συνταγή από γιατροσόφι λαϊκογιατρού βλέπομε: “Πάρε αψιδιά και βράσε τη με κρασί και δος της να πίνει και πέφτει το παιδί ευθύς” (Περί γυναικός όταν απεθαίνει το παιδί και δεν μπορεί να το γεννήσει). (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα σελ 68 και 124). Λεξικό του . . . Περισσότερα
ο ευέξαπτος, ζωηρός. “Αυτός είναι αψύς, είναι παλικαράς”. Κάποτε λέγεται και ειρωνικά. φράσεις: “Το ξίδι είναι πολύ αψύ” – “μην αστειεύεσαι με τ΄ άλογο γιατί είναι αψύ”. παροιμία: “Είναι αψύς και θα σκάσει”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀψὺς (αἶψα, ἅπτομαι) = ὀξύς, δριμύς, ζωηρός, ἀτίθασος. (τὸ . . . Περισσότερα
για μωρά που γεννιούνται με ανέπαφα τα χαρακτηριστικά τους και χωρίς εμφανή στο πρόσωπο την ταλαιπωρία από τον τοκετό