αφαλοκόβω
- κόβω τον ομφάλιο λώρο του νεογέννητου
- αφαλοκόβω κάποιον, ως απειλή
- όταν συχνάζει κανείς στο ίδιο μέρος, λέμε: “Εδεκεί φαίνεται πως τον αφαλοκόψανε.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀφαλοκόβω (ὀμφαλὸς-κόπτω) = κόπτω τὸν ὀμφάλιον λῶρον νεογνοῦ. «ἐδεκεῖ τὸν ἀφαλοκόψανε» = συχνάζει ἐκεῖ ἀδιακόπως (ὅπως τὸ νεογνὸν δὲν δύναται νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν τόπον τῆς γεννήσεως), συχνάζει μετὰ προσηλώσεως.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Αφαλοκόβω: (άφαλος+κόβω) = με κομμένο τον φάλον, και ο φάλος ήταν το σημείο στερέωσης του λόφου της περικεφαλαίας. Ά-φαλος: (α στερ. +φάλος) = άνευ φάλου (επί περικεφαλαίας στερουμένης φάλου), (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ι. Σταματάκου). Αφάλλομαι (από+άλλομαι), αφαλούμαι. Εδώ με την έννοια του κατατροπώνω.Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα