Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αφαλοκόβω

  1. κόβω τον ομφάλιο λώρο του νεογέννητου
  2. αφαλοκόβω κάποιον, ως απειλή
  3. όταν συχνάζει κανείς στο ίδιο μέρος, λέμε: “Εδεκεί φαίνεται πως τον αφαλοκόψανε.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀφαλοκόβω (ὀμφαλὸς-κόπτω) = κόπτω τὸν ὀμφάλιον λῶρον νεογνοῦ. «ἐδεκεῖ τὸν ἀφαλοκόψανε» = συχνάζει ἐκεῖ ἀδιακόπως (ὅπως τὸ νεογνὸν δὲν δύναται νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν τόπον τῆς γεννήσεως), συχνάζει μετὰ προσηλώσεως.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφαλοκόβω: (άφαλος+κόβω) = με κομμένο τον φάλον, και ο φάλος ήταν το σημείο στερέωσης του λόφου της περικεφαλαίας. Ά-φαλος: στερ. +φάλος) = άνευ φάλου (επί περικεφαλαίας στερουμένης φάλου), (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ι. Σταματάκου). Αφάλλομαι (από+άλλομαι), αφαλούμαι. Εδώ με την έννοια του κατατροπώνω.Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.