Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αφάνα (η)

φυτό θαμνώδες και ακανθώδες, γενικά άγρια ακανθώδη φυτά: “Γέμισε ο τόπος αφάνες”.
Άγγ. Σικ. “Πρωτοβρόχι”: ” … ο άρσαμος ή το θυμάρι, η αφάνα ή η αλυγαριά”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀφάνα /ἡ/ (ἀφανής, ἀφάνεια) = τὸ φρυγανῶδες φυτὸν ἐχινόπους ὁ ἀκανθόκλαδος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.