ἄφαλτσος -η -ο 21 Δεκ, 2016 Α 0 Σχόλια 0 Ἄφαλτσος -η -ο (Λ. falsum, Ἰ. falso) = ἀλάθητος, ἀκριβής, ἀβλαβής