Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αφάλι (το)

ο αφαλός, ομφαλός.
Λέμε: “Μου πονεί ο αφαλός” ή “Θα σου κόψω τον αφαλό” – “θα σ΄ αφαλοκόψω” (απειλή).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀφάλ(ι) /τὸ/ = τὸ ὀμφάλιον, ἡ ὀμφαλίς, ὁ ὀμφάλιος λῶρος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.