ἀφάνος
Ἀφάνος /ὁ/ (Ἰ. affano) = ἆσθμα, δυσφορία, ταραχή.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Λέμε: “μούρτε αφάνος”, χλόμιασα, σχεδόν λιποθύμησα.
Το ιταλικό affano, κατά τον Mandeson, σημαίνει ανησυχία, αγωνία, άγχος (εδώ παραπέμπει και ο Λάζαρης). Όμως ο Δημητράκος στη λέξη “αφάνιση” ερμηνεύει: η μεγάλη σωματική κατάπτωση, που εύκολα οδηγεί στο αφάνος, τη δυσφορία.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης