αφέντης (ο)
- ο κύριος, ο αστός, ο φεουδάρχης, ο γιος. “Το περιβόλι αυτό είναι του αφέντη μου” – “και τα σκυλιά του αφέντη μου είναι”
- “Ο αφέντης ο Χριστός”
- στα μικρά παιδιά: “Μην κλαις, αφέντη μου” – “έλα αφέντη μου, κάτσε να φας”
- αστεϊσμός ή ειρωνεία: “Καλώς τον αφέντη”
Παροιμία: “Δεν ξέρει το σκυλί τον αφέντη του;” – “Τ΄ αφέντη τα καμώματα, ή παίνα τα ή βουβάσου” – “Εγώ αφέντης, εσύ αφέντης, τα γίδια ποιος τα βόσκει;” “Λευκάδα, αφέντρα”. (Σπύρος Φίλιππας Πανάγος).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀφέντ(ης) /ὁ/ = αὐθέντης, κύριος, προϊστάμενος, ἐξουσιαστής, προστάτης.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης