Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Χριστόψωμο ή Χριστοκούλουρο

Χριστοψώματα.
Ξτόψωμα ή Ξτοκούλουρα

Το ψωμί των Χριστουγέννων. Το “καλό ψωμί”, το έλεγαν έτσι γιατί συγκριτικά με το καθημερινό τους, ήταν πολύ καλύτερο. Το ζύμωναν με καθάριο αλεύρι από σιτάρι και κοσκινισμένο με ψιλή σήτα –μεταξόσητα.

Η μάνα ή η μεγαλύτερη αδερφή, σκυμμένη στο ζυμωτάρικο σκαφίδι την προ-παραμονή των Χριστουγέννων ζύμωνε με γροθιασμένα χέρια το ευλογημένο ψωμί.

Ακόμα και στο ζύμωμα υπήρχε ιεροτελεστία. Πρώτα-πρώτα έτριβαν το αλεύρι με λίγο λάδι έπειτα ρίχνουν μέσα διάφορα μπαχαρικά και μυρωδικά, κανέλα, γαρίφαλα, μάραθο και κόλιαντρο Τα κανελογαρίφαλα τα κοπανίζουν στο χαβάνι (=γουδί) ενώ το μάραθο και τον κόλιαντρο τα ρίχνουν όπως είναι σαν σκάγια. Αφού τα ανακατέψουν όλα καλά, περιχύνουν το υλικό με αλατισμένο νερό και μετά αρχίζει το κανονικό ζύμωμα με επιμέλεια και συγκινητική φροντίδα. Κι αλίμονο αν δεν πετύχει. Κάποιο κακό θα συμβεί στο σπίτι. Πρέπει το ζυμάρι να είναι σφιχτό σαν λάστιχο, σε αντίθεση με το ζυμάρι του κοινού ψωμιου που δεν είχε μεγάλη συνοχή. Στη συνέχεια το “σταυρώνει” λέγοντας από μέσα της και καμιά ευχή – επίκληση στον αφέντη Χριστό και σκεπάζει το σκαφίδι με μάλλινα σκεπάσματα για να “γίνει”. ΄Επειτα απο μερικές ώρες θα γίνει το πλάσιμο κι επειδή το προζύμι το αναπίαζουν βράδυ -πάντα μετά το σούρουπο- το πλάσιμο γινόταν δυο τρεις ώρες πριν φέξει.

Με το ξημέρωμα την τριγύριζαν τα παιδόπουλα του σπιτιού μ΄ ορθάνοιχτα μάτια, θέλοντας να ιδούν τις βλάχες τους, τα κορίτσια και τους σταυρούς τους τα αγόρια. Κι άκουες και τις – δικαιολογημένες- επιθυμίες τους που τις εκφράζανε πότε παρακλητικά και πότε πεισματικά και επίμονα: “εγώ θέλω να μου φκιάσεις μεγάλη βλάχα, και με κοτσίδες”, “Εγώ τον θέλω στο τηγάνι το δικό μου το σταυρό” κ.ά.

Στα χωριά συνήθως κάθε οικογένεια είχε το δικό της φούρνο, όσες όμως δεν είχαν, έψηναν το ψωμί τους στου μιτζίτικους φούρνους όπου υπεύθυνη είναι η φουρνάρισσα που ειδοποιεί με τον κόρνο τις πελάτισσες της, που βάνουν στο κεφάλι τους ένα “κατσούλι” και βγαίνουν αξημέρωτα με ένα κλεφτοφάναρο να πάνε τα ταψιά στο φούρνο.

Στο σπίτι με φούρνο, θα ανάψουν γερή φωτιά και θα ζεστάνουν τα ταψιά ή τους νταβάδες, θα τα αλείψουν με λάδι και τα κοκκίσουν με σουσάμι.

Το πλάσιμο είχε επίσης ιεροτελεστία. Αρχικά παίρνει ένα κομμάτι ζυμάρι και το απλώνει πάνω στο πλαστήρι, όπου εσκόρπισε, λίγο πριν, μύγδαλα μισοκοπανισμένα, σουσάμι, κανέλα και σταφίδες μαύρες. Το απλώνει με τις παλάμες της σε όλη την επιφάνεια του πλαστηριού, ώσπου να γίνει, όσο η εσωτερική πλευρά του ταψιού και μετά το τοποθετεί στο ταψί. Αυτή είναι η πρώτη στρώση. Πάνω σε αυτό βάζει τρεις “λούρους” (=λωρίδες), δηλ κομμάτια ζυμάρι, που έχουν σχήμα φρατζόλας, παράλληλα και συμμετρικά. Καμιά φορά βάνουν πάνω από αυτούς τους λούρους, κι άλλους τρεις, κάθετους και τρεις οριζόντιους. Μετά αρχίζει η διακόσμηση, το στόλισμα. Άλλοτε με “μήλα”,  κομμάτια ζύμης δηλ.  που τα τοποθετεί εδώ κι εκεί πάνω στους λούρους και με ένα μαχαιράκι τους δίνει το σχήμα μαργαρίτας με μίσχο και φύλλα. Έπειτα περιζώνει το Χριστόψωμο με ένα στεφάνι ζυμαρένιο, που το στολίζει με μύγδαλα ξεφλουδισμένα που τα μπήγει στην επιφάνεια του. Βάνει και ολόκληρα αμύγδαλα ή καρύδια. Στη μέση του μεγάλου Χριστόψωμου των Χριστουγέννων μερικές φορές  έπλαθαν με ζυμάρι το θείο βρέφος. Όλα τα ψωμιά, τα σφράγιζαν με την σπιτική σφραγίδα, που δεν έλειπε ποτέ από κανένα χωριατόσπιτο και την είχαν ολοχρονίς κρεμασμένη στα εικονίσματα και πρώτα από όλα (αυτή έπαλαθαν πρώτα)  τη λειτουργιά (το ύψωμα).

Το πιο συνηθισμένο από τα Χριστὀψωμα στη Λευκάδα ήταν αυτό του ζευγολάτη που πάνω του η νοικοκυρά φκιάνει ένα ζευγάρι βόδια με το αλέτρι και το ζευγολάτη. Από αυτά τα ευλογημένα ψωμιά δεν έκανε να τα δίνουν στα ζώα, “είναι αμαρτία” σου έλεγαν. Γι΄ αυτό έπλαθαν ξεχωριστά Χριστόψωμα. Του αρνιού το έλεγαν “αρνοκούλουρα“.

Άλλο συνηθισμένο σχήμα Χριστόψωμου ήταν και το “σταυρωτό με τις βλαχούλες“. Πάνω από τη πρώτη στρώση του ζυμαριού η νοικοκυρά βάζει πολύ ζυμάρι σε σχήμα σταυρού και τοποθετεί στρογγυλά κομμάτια ζυμάρι (καρβελάκια). Ύστερα αφού βάνει το στεφάνι, φκιάνει οχτώ βλαχούλες και βάνει από μια σε κάθε καρβελάκι και σε κάθε άκρη του σταυρού, με το κεφάλι προς τα μέσα. Εδώ για το στόλισμα χρησιμοποιεί πηρούνι, μαχαίρι και καρύδια.  Πολλές φορές αντί για βλαχούλες φκιάνει άνθη με το κοτσάνι τους και σε κάθε άνθος μπήγει κι ένα καρύδι. Στη μέση του σταυρού θα σχεδιάσει το Χριστό.

Σαν Χριστόψωμα γενικά λογαριάζονται μια σειρά από οικογένεια ψωμιών που γίνοταν ὀπως είπαμε με ειδική φροντίδα και σε ειδικό σχήμα το καθένα.

  • λειτουργιά (ύψωμα) πανηγυριού
  • Σταυρός
  • το Χριστόψωμο για τη μέρα των Χριστουγέννων, σε μεγάλο ταψί
  • δεύτερο μεγάλο Χριστόψωμο, που θα το ΄κοβαν στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι
  • οι βλάχες, οι σταυροί και οι κουλούρες για τα παιδιά τα δικά τους, των συγγενών, κουμπάρων ή και για τα φτωχά και ορφανά
  • τα Φωτόψωμα

Χριστόψωμα έφκιαναν όλοι εκτός από τους λυπημένους. Αυτοί κι αν έφκιαναν δεν επιτρεπόταν να τα σφραγίσουν.

Αν το σπίτι είχε αρραβωνιασμένη κοπέλα θα περίμενε το “Χριστοκούλουρο της αρραβωνιασμένης” που θα το πήγαινε το γαμπρός τα Χριστούγεννα. Η μέλλουσα νύφη, πάλι, θα πήγαινε στον γαμπρό το δικό της Χριστόψωμο την ημέρα των Φώτων.

Τα Χριστοκούλουρα που – τα ΄βαναν πάντα σε ταψιά ή νταβάδες, εκτός από τα μικρά των παιδιών που – όταν τα ‘παιρναν από το φούρνο τα απίθωναν στην πολίτσα, δηλ. σε μια σανίδα -υποτυπώδες ράφι- που ήταν αρμοσμένη οριζόντια στον τοίχο της κουζίνας. Τα παιδιά. όμως, τα δικά τους τα ΄παιρναν προλαβόν από το φούρνο, κι έτρεχαν με ξεφωνητά στους δρόμους της γειτονιάς. Κάπου σε μια πλατωσιά, θα σταματούσαν και θα ΄ρχιζαν να παινεύουν τις βλάχες (ή μπαλούμπες) τους τα κορίτσια και το σταυρό τους τα αγόρια. Πριν ξεκινήσουν να το τρώνε και να χορτάσουν “καλό ψωμί”.

Το έθιμο, αν ρωτήσεις και στα χωριά και την πόλη θα σου πουν ότι είναι “παλαιό” κι “έτσι το βρήκαν”. Κι έχουν δίκιο, γιατί τόσο οι αρχαίοι Έλληνες, όσο και οι Βυζαντινοί ζύμωναν και στόλιζαν τα ψωμιά με θρησκευτική σημασία. Έχει σχέση με την “ευφορίαν των καρπών της γης” και ίσως δείχνει τον ιερό δεσμό του αγρότη με τη Μάνα Γη, που τον τρέφει με την ευλογία της. Ίσως όμως και να ξεκινά από την ανάγκη των ταλαιπωρημένων ανθρώπων να γευτούν καλύτερο ψωμί αυτές τις άγιες Ημέρες, ψωμί καλοζυμωμένο, αφράτο και καλοστολισμένο.

Έλεγαν: “Κάθε Χριστού καλό ψωμί
                κάθε Λαμπρή κριάσι (=κρέας)”

Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.