Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μιτζίτικος (ο)

ο φούρνος που ψήνει επ΄ αμοιβή, σε είδος ή σε χρήμα. Την ευθύνη του φούρνου την είχε συνήθως γυναίκα, η φουρνάρισσα, που ειδοποιούσε τους πελάτες της (τη νύχτα) με τον κόρνο. (Τουρκ. μιτζίτι = νόμισμα – σιμιτζής = ο πωλών σιμίτια (=μαλακά κουλούρια).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.