κάνω
ποιώ, ενεργώ, πράττω.
Αλλά συνήθως σαν ιδιωματική λέξη τη χρησιμοποιούμε σε πάμπολλες περιπτώσεις.
Στο μικρό “Γλωσσάριο” του, ο Γ.Χ.Μαραγκός σημειώνει στο λήμμα “κάνω”: “Σπανίως μεταχειρίζονται (εννοεί εν Λευκάδι) το κάνω αντί του ποιώ, αλλ΄ ως βάναυσον λέξιν προφέρουσι χλευαστικώς, όταν συμπέση λόγος περί αφοδεύσεως. φρ. : να κάμεις τα κακά σου – να κάμεις τον περίδρομο. Αξιοσημείωτον εγχώριον ρητόν είναι το “τι να κάμω και τι να ποιγήσω” = στενά μου πανταχόθεν. Συνηθέστατα αντί του κοινώς κάμω, λέγουσι φτιάνω”.
Εντούτοις είναι δεκάδες οι περιπτώσεις που χρησιμοποιούμαι το κάνω, με την έννοια του ποιώ και πράττω: γεννώ, κάνω χωράφι, κάνω κρασί, κάνω το ταβάνι, κάνει νερά, τα ΄καμα θάλασσα, τα ΄καμε τα πατερμά του, κάνει το γούστο του, τον έκαμα χρυσό να μου το πει.
Σε ερώτηση παιδιού που ατάκτησε: “Τι να κάμω τώρα;”, απαντάμε: “Να καμωθείς και να σκάσεις”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κἀνω (κάμνω) = γεννῶ, παράγω, κατασκευάζω, κατεργάζομαι, προμηθεύω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κάνω. Σπανίως μεταχειρίζονται τὸ κάνω ἀντὶ τοῦ ποιῶ, ἀλλ᾿ ὡς βάναυσον λέξιν προφέρουσι χλευαστικῶς, ὅταν συμπέσῃ λόγος περὶ ἀφοδεύσεως. Φρ. νὰ κάμῃς τὰ κακά σου – νὰ κάμῃς τὸν περίδρομο. Ἀξιοσημείωτον ἐγχώριον ρητὸν εἶνε τὸ «τί νὰ κάμω καὶ τί νὰ ποιγήσω» = στενά μου πανταχόθεν. Συνηθέστατα ἀντὶ τοῦ κοινῶς κάμω λέγουσι φτιάνω.
Κάνω § ποιῶ. Π. Κάν’ ἡ νύφη μας παιδιά· κάνω κάστρο φαμελιά, (ᾆσμα 20ον). § ἀσχολοῦμαι. Π. κάνω μάθημα. § διάγω. Π. τὸ παιδὶ κάνει φρόνιμα. § τελῶ τι. Π. κάνω γάμο, φᾶν παιδιά μου. ΚΝ.
Σημ. Ὁ Βυζ. γράφει κάμνω.