Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κόρνο (το) ή κόρνος (ο)

  1. μεγάλο κοχύλι με οξύ ήχο. το χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες της τράτας για να ειδοποιούν το εργατικό τους προσωπικό κατά τη νύχτα, για να πιάσουν δουλειά στα δίχτυα και στο ψάρεμα.
  2. τον μεταχειρίζονται οι φουρνάρισσες στα χωριά για να ειδοποιούν τις πελάτισσες τους να πάνε το ψωμί στο φούρνο χαραματιάτικα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κόρνο /τὸ/ (Ἰ. corno) = κέρας ἢ κογχύλη διὰ τῆς ὁποίας σαλπίζει τις μονοτόνως.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.