πολίτσα (η)
κρεμαστή, από τη στέγη της κουζίνας, σανίδα, που τοποθετείται οριζόντια σιμά στον τοίχο, και βάζουν απάνω τα καρβέλια το ψωμί, μόλις τα βγάζουν από το φούρνο, για να κρυώσουν.
Εκεί όμως τοποθετούν συχνά και πολλά κουζινικά σύνεργα. Είναι δηλ. η πολίτσα ένα πρωτόγονο έπιπλο-συρτάρι με σπουδαία λειτουργικότητα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πολίτσα /ἡ/ (Ἰ. pulizia) = σανίδωμα ἐπὶ τοῦ τοίχου, ράφι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
πολίτσα (ἡ): ράφι στήν κουζίνα, ἤ ξύλινη προεξοχή κυρίως έξω ἀπό τό παραθύρι, πάνω ἀπό τόν νεροχύτη.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου