Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πολίτσα (η)

κρεμαστή, από τη στέγη της κουζίνας, σανίδα, που τοποθετείται οριζόντια σιμά στον τοίχο, και βάζουν απάνω τα καρβέλια το ψωμί, μόλις τα βγάζουν από το φούρνο, για να κρυώσουν.
Εκεί όμως τοποθετούν συχνά και πολλά κουζινικά σύνεργα. Είναι δηλ. η πολίτσα ένα πρωτόγονο έπιπλο-συρτάρι με σπουδαία λειτουργικότητα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πολίτσα /ἡ/ (Ἰ. pulizia) = σανίδωμα ἐπὶ τοῦ τοίχου, ράφι.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


πολίτσα (ἡ): ράφι στήν κουζίνα, ἤ ξύλινη προεξοχή κυρίως έξω ἀπό τό παραθύρι, πάνω ἀπό τόν νεροχύτη.

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.