τσ(ου)λώνω
Τσουλώνω (σιλλαίνω) = κινῶ τὰ ὦτα ἀνησυχητικῶς, ὑποπτεύομαι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τσουλόνω § τεντόνω· λέγ. κυρ. ἐπὶ τοῦ ὄνου, ὅταν τεντόνῃ τὰ ὦτα.
Σημ. Ἐκ τοῦ τυλόω (Σύλλ. 11, 14, 44).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Τσουλώνω (σιλλαίνω) = κινῶ τὰ ὦτα ἀνησυχητικῶς, ὑποπτεύομαι.
Τσουλόνω § τεντόνω· λέγ. κυρ. ἐπὶ τοῦ ὄνου, ὅταν τεντόνῃ τὰ ὦτα.
Σημ. Ἐκ τοῦ τυλόω (Σύλλ. 11, 14, 44).