τσάζω
βγάζω ενοχλητικές φωνές σε χαμηλό τόνο, διαμαρτύρομαι κλαίοντας. Συνήθως αυτό συμβαίνει στα παιδιά, που τα παρατηρήσαμε έντονα. “μην τσάξεις, κακομοίρη μου, θα φας κι άλλες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσάζω (σίζω, ἠχητ.) = ἐκβάλλω ἔναρθρον ἡμίφωνον ἦχον «τς… τζ…». «μὴν τσάξης».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δε μιλάω. Από το αρχαίο σίζω, τσίζω, τσούζω (το είδαμε ως γενικό), τσούζει. Εδώ προσθέτουμε “εκβάλλω συριστικόν ήχον σ(ουτ) και τσ(ουτ). Από τον αόριστο σίξα, η γνωστή προστακτική τσάξε. (μη βγάλεις μπαμπαξά). Στη γραμματική “σίζοντες φθόγγοι” οι σ, κ. ζ (και με τροπή του σ σε τσ, τσίζω, τσάζω, μη τσάξεις. Από δω και η τσιμουδιά.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Τσάζω: (ηχομιμ.λέξις), εκ του ρ. σίζω = εκπέμπω συριγμόν, κάμνω «τσίζ…». (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ι. Σταματάκου). «Μη τσάξεις» = μην βγάλεις ούτε συριγμό, να «τσωπάσεις» = να σιωπήσεις παντελώς.Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα