τσαβαγιαμέντο (το)
ανισορροπία, παραλογισμός. ρήμα: τσαβαγιάρω
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσαβα(γ)ιαμέντο (Ἰ. chiavaiamento) = ἀνισορροπία, παράνοια.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. τσαβαριαμέντο
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ανισορροπία, παραλογισμός. ρήμα: τσαβαγιάρω
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσαβα(γ)ιαμέντο (Ἰ. chiavaiamento) = ἀνισορροπία, παράνοια.