τσακωμὸς 17 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τσακωμὸς /ὁ/ (σηκόω; Ἀ. Τ. shάκ, Τ. τσὰκ) = συμπλοκή, διαπληκτισμός.