τσαγγίζω ή τσαγγώνω
αποκτώ γεύση τσαγγή, πικρόξινη (κυρίως για τα λάδια και τα λίπη).
Το αποτέλεσμα του τσαγγίζω = τσαγγίλα και αυτό που έχει τσαγγή γεύση λέγεται τσαγγό, λάδι τσαγγό, φαγητό τσαγγό κ.λπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσαγγίζω (τάγγω -ίζω) = παθαίνω ἀλλοίωσιν γεύσεως καὶ ὀσμῆς λόγῳ ὑπερζυμώσεων (ἐπ’ ἐλαιωδῶν, λιπαρῶν καὶ ἁλιπάστων).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τσαγγόνει (τριτοπρόσ.) § Μέσ. φθείρεται ἡ γεῦσις κυρίως τῶν παχιῶν οὐσιῶν, οἷον βουτύρου, τυρίου, ἐλαίου κτλ. Ἐκ τούτου τσαγγὸς ὁ διεφθαρμένος βούτυρος, τυρός, κτλ.
Σημ. Ἐκ τοῦ ταγγίζω, ταγγός. (Σύλλ. 44).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου