τσ(ι)μόρ(ι) 18 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τσιμόρ(ι) /τὸ/ (Ἰ. cimurro) = νόσος τῶν κτηνῶν, κόρυζα, καταρροή.