τσακίζω
Τσακίζω § θραύω.
Σημ. Ἡ λ. πεποιημένη. Ἐκ τοῦ ἀκκίζω μεταθέσει τοῦ κ κακίζω, τροπῇ δὲ τοῦ κ εἰς τσ τσακίζω (Σύλλ. 44). Ὁ Φώτιος λ. ἀκκίσματα = τσακίσματα (Ἐπιστ. σ. 436)· κακῶς λοιπὸν ὁ Βυζ. παράγει ἐκ τοῦ λακίζω καὶ κακῶς γρ. μὲ διπλοῦν κ τσακκίζω.