Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσακίζω

Τσακίζω § θραύω.

Σημ. Ἡ λ. πεποιημένη. Ἐκ τοῦ ἀκκίζω μεταθέσει τοῦ κ κακίζω, τροπῇ δὲ τοῦ κ εἰς τσ τσακίζω (Σύλλ. 44). Ὁ Φώτιος λ. ἀκκίσματα = τσακίσματα (Ἐπιστ. σ. 436)· κακῶς λοιπὸν ὁ Βυζ. παράγει ἐκ τοῦ λακίζω καὶ κακῶς γρ. μὲ διπλοῦν κ τσακκίζω.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.