τσίμπαλο (το)
το στόμιο του λυχναριού ή της λυχνάρας (στα λιτροβειά), όπου βγαίνει προς τα έξω το φιτίλι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσίμπαλο /τὸ/ (Ἰ. cepajo) = τὸ ἀκροστόμιον τοῦ λύχνου ὅθεν ἐξέχει τὸ ἀναπτόμενον ἄκρον τῆς θρυαλλίδος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τσίμπαλο = 1. τό ἄκρο τοῦ λύχνου πού ἀνάβει τό φιτύλι,
2. ξύλινο πηχάκι ἀπ᾿ τό μέσα πάνω μέρος τῆς πόρτας πού τήν συγκρατεῖ κλεισμένη.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής