Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσίμπαλο (το)

το στόμιο του λυχναριού ή της λυχνάρας (στα λιτροβειά), όπου βγαίνει προς τα έξω το φιτίλι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσίμπαλο /τὸ/ (Ἰ. cepajo) = τὸ ἀκροστόμιον τοῦ λύχνου ὅθεν ἐξέχει τὸ ἀναπτόμενον ἄκρον τῆς θρυαλλίδος.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Τσίμπαλο = 1. τό ἄκρο τοῦ λύχνου πού ἀνάβει τό φιτύλι,
2. ξύλινο πηχάκι ἀπ᾿ τό μέσα πάνω μέρος τῆς πόρτας πού τήν συγκρατεῖ κλεισμένη.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.