τσιπουρίτης (ο)
κρασί που “βράζει” (ζυμώνεται) μαζί με τα τσίπουρα και γίνεται βαρύ και λίγο στυφό
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσιπουρίτης /ὁ/ (Τ. dζιμπρέ, Σ. dshipra) = οἶνος κακῆς ποιότητος παραγόμενος διὰ διαβροχῆς τῶν στεμφύλων εἰς ὕδωρ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τσιπουρίτης = κρασί πολύ δυνατό πού ἡ ζύμωσίς του γίνεται μαζί μέ τά τσίπουρα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης