φέλα (η)
παρωπίδα φορτηγού ζώου, ιδίως του εζευγμένου, για να τραβάει ίσια μπροστά, χωρίς να ενοχλείται από πλάγιες παραστάσεις.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φέλα /ἡ/ (Ἰ. foglia) = παρωπὶς ὑποζυγίου, ὀφθαλμικὸν πτερύγιον ἀνθρώπου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Φέλα = 1. παρωπίδα ὑποζυγίου, 2. πεταλούδα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής