Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φάγουσα (η)

φαγέδαινα, στοματίτιδα σοβαρής μορφής, σε ζώα και ανθρώπους. τη φάγουσα τη θεράπευαν με ξόρκια και γιατροσόφια. Π.χ. έπλεναν το πονεμένο μέρος καλά-καλά, με κόκκινη μάλλινη κλωστή εμποτισμένη στο ούζο, απαγγέλοντας συγχρόνως το ξόρκι: “Υπεραγία Θεοτόκε βογήθησε τον δούλον σου Τάδε από την φάγουσα και τούτο το πονίδι να ξεραθεί και να καταβρωθεί και να ξηλωθεί. Αγι Βασίλη – Άγι Νικόλα – Άγι Θωμά, να γιδεί εις υγείαν του.” Κατόπιν φυσούσαν με μικρό καλαμένιο μασούρι, τριμμένο βοτάνι, ειδικό για τη φάγουσα. Σε γιατροσοφικά βιβλία είχαν και συνταγές θεραπείας: “Πάρε δειάφις δράμια δύο, λιβάνι δράμια 8 και κοκκινόβαρι δράμια δύο, βάλε κάρβουνα εις ένα βύσαλο (= κεραμίδι) και τα άνωθεν βότανα, να καπινίσεις τον μπόνο δυνατά και να έχεις τον τόπο τριγύρου δυνατά κλεισμένον, να μην ανασαίνει. Ύστερα βάλε λάδι και ξίγκι πρόβειον δράμια 2 …” – Κατάρα: “Να βγάλ΄ς τ΄ φάουσα, Παναγιά μ΄” – “βγάλε τ΄ φάσουσα τώρα;” = σκάσε τώρα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Φά(γ)ουσα /ἡ/ = φαγέδαινα, γαγγραινῶδες ἕλκος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Φαγούσα = πληγή αἱμορραγοῦσα (Φαγέδαινα).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.