τσεπέλα
σύνολο συμπιεσμένων ξηρών σύκων, είτε χύμα, είτε περασμένα σε βούρλο.
Σε σατιρικό λαϊκό στιχούργημα: “Ακούστε, νιοί και γείτονες, το τ΄ έπαθε μια χήρα: / Το φουστανάκι τς έχασε και λέει πως της το πήρα … αν ίσως και το πήρα εγώ, να κακοθανατίσω. Σε Τούρκων χέρια να πιαστώ και ν΄ αλλαξοπιστήσω. Κι εμέ να με κρεμάσουνε με δυο τσεπέλες σύκα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσεπέλα /ἡ/ (Ἰ. ciambella) = ποσότης συμπεπιεσμένων ξηρῶν σύκων περασμένων κυκλοτερῶς εἰς βοῦρλον (εἰς σχῆμα κουλούρας).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τσέπελα καί τσαπέλα = δέσμη σύκων περασμένα σέ βοῦρλο, ἤ ἄλλο νῆμα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής