Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσεπέλα

σύνολο συμπιεσμένων ξηρών σύκων, είτε χύμα, είτε περασμένα σε βούρλο.
Σε σατιρικό λαϊκό στιχούργημα: “Ακούστε, νιοί και γείτονες, το τ΄ έπαθε μια χήρα: / Το φουστανάκι τς έχασε και λέει πως της το πήρα … αν ίσως και το πήρα εγώ, να κακοθανατίσω. Σε Τούρκων χέρια να πιαστώ και ν΄ αλλαξοπιστήσω. Κι εμέ να με κρεμάσουνε με δυο τσεπέλες σύκα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσεπέλα /ἡ/ (Ἰ. ciambella) = ποσότης συμπεπιεσμένων ξηρῶν σύκων περασμένων κυκλοτερῶς εἰς βοῦρλον (εἰς σχῆμα κουλούρας).

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Τσέπελα καί τσαπέλα = δέσμη σύκων περασμένα σέ βοῦρλο, ἤ ἄλλο νῆμα.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.