σ΄νεβγάνω (συνεβγάνω)
κατευοδώνω, συνοδεύω κάποιον, ως ένα σημείο: “Πήγαινε να τον συνεβγάλεις μη χάσει το δρόμο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σ(υ)νεβγάνω (σὺν-ἐκ-βάλλω) = προπέμπω, συνοδεύω ἐν ἀρχῇ τὸν ἀπερχόμενον, ἀπομακρύνω εὐσχήμως ἀνεπιθύμητον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Συνεβγάνω = συνοδεύω κάποιον ἔξω ἀπ᾿ τό σπίτι.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Συνεβγάνω καὶ συνεβγάλλω (συνεκβάλλω) παραπέμπω, ξεπροβοδίζω. Φρ. ἔλα νὰ μὲ συνεβγάλῃς νὰ μὴ χάσω τὴ στράτα. – τὸ ἐσυνέβγαλα ὥσο μὲ τὸ φανερὸ. – συνέβγαλμα ὀνομασία τόπου μέχρι τοῦ ὁποίου παραπέμπουσι τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός