Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Σ

σχώριο

Στις κηδείες μετά τα συλλυπητήρια προσφέρουν πίτα-λαδόπιτα για τη συγχώρηση των αμαρτιών του νεκρού. Αυτή η πίτα λέγεται σχώριο. Είναι μια πατροπαράδοτη συγχωρητική προσφορά – απαραβίαστο έθιμο. Στην πόλη δεν ήταν γενικευμένο έθιμο. Εδώ, αντί πίτας πρόσφεραν μύγδαλα, καρύδια, λεπτοκάρια. Για νέους και νέες αντί άλλο σχώριο πρόσφεραν κουφέτα. Μαζί . . . Περισσότερα

σωκήπι (το)

κήπος κομμάτι γης μέσα στο χωριό, όπου έβαναν και καλλιεργούσαν αγκινάρες, κουκιά, σκόρδα, κρεμμύδια, ντομάτες κ.λπ. Σε μικρές πάντα ποσότητες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σωκῆπ(ι) /τὸ/ (ἔσω-κῆπος) = τμῆμα καλλιεργησίμου γῆς ἐντὸς χωρίου ἢ εἸς τὰς παρυφὰς αὐτοῦ (διὰ λαχανοκηπουρικὰ πρώτης ἀνάγκης). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

σώνω

φθάνω να πιάσω κάτι, αρκώ, εξαντλώ. “Σώσε μου τη σήτα, γιατί εγώ δε φτάνω”  – “σώνει, δε χρειάζεται άλλο αλάτι το φαΐ” – “το ξίδι μας εσώθηκε, θέλομε άλλο”. Κατάρα: “Μη σώσεις και μη φτάσεις”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σώνω (ἴσος -όω) = ἐξισοῦμαι, φθάνω, καταφθάνω, . . . Περισσότερα

σώπος (ο)

ύσσωπος, φυτό φρυγανώδες, αρωματικό, φαρμακευτικό της οικογένειας των χειλανθών, κοινώς άγριο τσάι. Ο σώπος έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Συνταγή από γιατροσόφι: “Τρίψε το άλας με την ρίγανην και με σώπον και με μέλι και ας είναι και τα τέσσερα σύμμετρα, να γένουν ωσάν αλοιφή και είναι βασιλικόν ιατρικόν δια το δάγκαμα . . . Περισσότερα

σωροβολιό (το)

αντικείμενα ατάκτως ερριμένα, ακαταστασία. Χρησιμοποιείται και για να περιγράψει μια μπερδεμένη κατάσταση ή μια γρήγορη / πανικόβλητη κίνηση. Λέμε: Μπήκα μέσα σε ‘κειο το σπίτι και ήταν όλα μέσα σωροβολιό. Λέμε: Όπως ξεκίνησε να κουνάει, κατέβηκα τις σκάλες σωροβολιό.

σωροπούλι

Σωρός μικρού μεγέθους. Αντικείμενα ή προϊόντα συγκεντρωμένα άτακτα το ένα πάνω στο άλλο. Λέμε: μάζεψε εκείνα τα αποκλάδια και κάντα ένα σωροπούλι έδε κει στην γωνία απ’ το αμπέλι

σωταμπάρκα (η)

είδος εξωτερικού πουκαμίσου των χωρικών, ένας εργατικός χιτώνας από χοντρό μπαμπακερό ύφασμα, που το φορούν αποκλειστικά στις δουλειές του και ιδιαίτερα στη δουλειά των σταφυλιών και της ελιάς. Ήταν πάντα αχώριστος σύντροφος στους τρυγητές, πατητάδες, λιτρουβιαρεόυς, καροτσέρηδες, μυλωνάδες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σωταμπάρκα /ἡ/ (Ἰ. saltambarco, . . . Περισσότερα