σ(η)μαδεύω
Σημαδεύω (σῆμα -τεύω) = σκοπεύω, κατευθύνω τὴν βολήν, ἐπιθέτω διακριτικόν σῆμα, καθιστῶ εὐδιάκριτον, στιγματίζω. β. λ. σιμαδεύω.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σημαδεύω (σῆμα -τεύω) = σκοπεύω, κατευθύνω τὴν βολήν, ἐπιθέτω διακριτικόν σῆμα, καθιστῶ εὐδιάκριτον, στιγματίζω. β. λ. σιμαδεύω.