Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σ΄μπάω ή σ΄μπίζω

  1. ανακατεύω τη φωτιά να ξανανάψει (συδαυλίζω). Το συμπίεσμα της φωτιάς γίνεται με πρόχειρα μέσα. “Σύμπα τη φωτιά μη μας σβηστεί”.
  2. μτφ.: όταν κανείς υποσκάπτει, δουλεύει ύπουλα, ρίχνει λάδι στη φωτιά. “σμπας κι εσύ …λίγο…”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σ(υ)μπάω (σὺν-παίω) = ἀναμοχλεύω, ὑποδαυλίζω τὴν πυράν.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Συμπάω = συδαυλίζω, ἤ φυσάω μέ τό στόμα μου τή φωτιά γιά ν᾿ ἀνάψει.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Συμπάω (συμβάω)· πλησιάζω τοὺς δαυλοὺς διὰ ν᾿ ἀναφθῇ ἡ πυρά. Φρ. σύμπησε ν᾿ ἀνάψῃ – γιατὶ δὲ συμπᾷς = σύμπημα Φρ. μὲ τὸ σύμπημα δὲν ἀνάβει φέρε τὴ φυσοῦνα.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Συμπάω § φυσῶ τὸ πῦρ, ἵνα ἀνάψῃ. ΚΝ. Μ. προτρέπω τινά.

Σημ. Οἱ Μήλιοι λέγουσι συμπῶ = βοηθῶ τινα πρὸς ἀνάκτησιν τῆς ὑγείας του (Ἐφ. Φιλ. σ. 2527).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.