σ΄μπάω ή σ΄μπίζω
- ανακατεύω τη φωτιά να ξανανάψει (συδαυλίζω). Το συμπίεσμα της φωτιάς γίνεται με πρόχειρα μέσα. “Σύμπα τη φωτιά μη μας σβηστεί”.
- μτφ.: όταν κανείς υποσκάπτει, δουλεύει ύπουλα, ρίχνει λάδι στη φωτιά. “σμπας κι εσύ …λίγο…”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σ(υ)μπάω (σὺν-παίω) = ἀναμοχλεύω, ὑποδαυλίζω τὴν πυράν.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Συμπάω = συδαυλίζω, ἤ φυσάω μέ τό στόμα μου τή φωτιά γιά ν᾿ ἀνάψει.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Συμπάω (συμβάω)· πλησιάζω τοὺς δαυλοὺς διὰ ν᾿ ἀναφθῇ ἡ πυρά. Φρ. σύμπησε ν᾿ ἀνάψῃ – γιατὶ δὲ συμπᾷς = σύμπημα Φρ. μὲ τὸ σύμπημα δὲν ἀνάβει φέρε τὴ φυσοῦνα.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
Συμπάω § φυσῶ τὸ πῦρ, ἵνα ἀνάψῃ. ΚΝ. Μ. προτρέπω τινά.
Σημ. Οἱ Μήλιοι λέγουσι συμπῶ = βοηθῶ τινα πρὸς ἀνάκτησιν τῆς ὑγείας του (Ἐφ. Φιλ. σ. 2527).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου