σ΄χνούδιασμα (το) , σχνούδιασε
σουρούπωμα (σχνούδιασμα)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Συχνούδιασμα /τὸ/ (σὺν-γνόφος, χνοάζω, «χνοῦδι») = ἡ ὥρα συγχύσεως τῆς ἀπερχόμενης ἡμέρας μὲ τὴν ἐπερχόμενη νύκτα, τὸ λυκόφως, τὸ σούρουπο.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης