σ(ι)μαδέυω
Σ(ι)μαδέυω (σιμὸς) = ἐμφανίζω διογκωμένην κοιλίαν ἐξ ἐγκυμοσύνης (λέγεται μόνον ἐπὶ κτηνῶν).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σ(ι)μαδέυω (σιμὸς) = ἐμφανίζω διογκωμένην κοιλίαν ἐξ ἐγκυμοσύνης (λέγεται μόνον ἐπὶ κτηνῶν).
Σιμάρω (Ἰ. sul mare) = ἐξέχω τῆς θαλάσσης, ξενερώνω.
μικροσκοπικός και ασχημομούρης. φράση: “χαρά στο σιμούριο …!”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σιμούριο (σιμός, Ἰ. sommario;) = μικροσκοπικός, βρεφώδης. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Σιμούριο = ἀτροφικός καί ἄσχημος στήν ἐμφάνιση, αὐτό τό σιμούριο (αὐτό τό ξόανο). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Σιμώνω (σιμόω -ῶ) = πλησιάζω, προσεγγίζω, φθάνω.
Σ(ι)ναπιδιάζω (σίναπι) = προσβάλλομαι ἀπὸ τὴν παρασιτικὴν νόσον τῶν φυτῶν «σιναπίδι».
Σουλατσαδόρος (Ἰ. sollazzatore) = ἀργόσχολος περιπατητής: «τοκιστὴς καὶ σλατσαδόρος».
Σουλάτσο /τὸ/ (Ἰ. sollazzo) = περίπατος πρὸς τέρψιν καὶ ψυχαγωγίαν.
Σουπιόριζο /τὸ/ = σουπιὰ μαγειρευμένη μὲ ὄρυζαν.
Σουσάμ(ι) = σήσαμον, σουσάμι.
Συγκάρτσελος -η -ο (σὺν-Ἰ. carcere) = συνδέσμιος, ὁμαδικῶς.
Συγκράτ(ι) / σ(υ)γκράτ(ι) /ἐπίρ./ (σὺν-κρατέω -ῶ) = ἐν συνεχείᾳ, κατ’ ἐπαφήν, συνεχομένως.
μαζεύομαι στο σπίτι μου, συγκεντρώνομαι. “πες του να σδιαλεχτεί τώρα γιατί είναι ώρα για φαγητό” – “αυτός ο προκομένος ο ν΄κοκύρ΄ς ούτε που σ΄διαλέγεται στο σπίτ΄ του” – Εσυδιαλεχτήκανε όλοι οι προκομμένοι να βοηθήσ΄νε …” (ειρωνικά) – “Οι παλιοί, αν δεν σ΄διαλεγότανε όλ΄ η οικογένεια στο τραπέζι δεν τρώγανε”.
Σ(υ)κομαγίδα /ἡ/ (σῦκον-μάσσω, μαγὶς) = πλακούντιον ξηρῶν σύκων καὶ καρυκευμάτων πρὸς διατήρησιν.
Σ(υ)κοφαντάω (συκοφαντῶ) = μεταχειρίζομαι βαναύσως, βασανίζω.
Σ(υ)κοφάντεια /ἡ/ (συκοφαντία) = βαναυσότης, σκαιότης, βασανισμός.
Σ(υ)μπαθάω (σὺν-πάθος) = συγχωρῶ, συγγιγνώσκω, μακροθυμῶ.
Σ(υ)μπάθειο /τὸ/ (σὺν-πάθος) = συγχώρησις, συγγνώμη, μακροθυμία.
Σ(υ)μπεθεριὰ / Συμπεθεριὰ /ἡ/ (σὺν-πενθερὸς) = μεσολάβησις διὰ συνοικέσιον, προξενιά.
Σ(υ)μπέθερος -θέρα / συμπέθερος (σὺν-πενθερὸς) = (προσωνυμία μεταξὺ τῶν ἑκατέρωθεν συγγενῶν τῶν συζύγων), προξενητὴς συνοικεσίου, ἀκόλουθος τῆς γαμηλίου πομπῆς.
Σ(υ)μπονεμένος -η -ο / συμπονεμένος = ὁ αἰσθανόμενος πόνον ἄνευ ἐμφανοῦς κακώσεως, ὁ προελθὼν ἐκ συμπονεύσεως (γάλα ἐρυθρωπόν, οὖρα θολὰ κ.τ.τ.).
Σ(υ)μπονεύω (εἰς-πονέω) = προκαλῶ πόνον χωρὶς ἐμφανῆ κάκωσιν.
Συναμόσκαλος -η -ο / σναμόσκαλος (σὺν -ομο, Ἰ. scala) = ἰσόβαθμος, συνομήλικος.
Συνατοί τσ(ου) / σνατοί τσ (σὺν-αὺτοὶ-των) = μεταξύ των, πρὸς ἀλλήλους των.
συνεβγάζω, ξεπροβοδίζω, κατευοδώνω, συνοδεύω κάποιον ως ένα σημείο
βοηθώ κάποιον που σηκώνει στους ώμους του ή στο κεφάλι του ένα βάρος, παίρνοντας το βάρος αυτό κι εγώ για κάμποσο διάστημα. Τον ανακουφίζω. (συνεπαίρνω) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σ(υ)νεπαίρνω (σὺν-ἐπὶ-αἵρω) = συνοδεύω πρόσωπον ἀναλαμβάνων μέρος τοῦ φόρτου του, βοηθῶ τινὰ ἀπερχόμενον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα
συντροφική δουλειά, συνεργασία. “Ήτανε κι οι δυο τους μαραγκοί και τα πηγαίνανε συνέργα”.
Συνεφέρνω (σὺν-φέρω) = βοηθῶ τινα ν’ ἀναλάβῃ ἐκ λιποθυμίας ἢ κακουχίας.
Σ(υ)νομό(ι)κος -η -ο / συνομόικος -η -ο = συνομήλικος -η -ο.
Σ(υ)νταυρίζομαι (συνταυράω) = ἐκπλήσσομαι, ἀγωνιῶ, ἀδημονῶ.
Σ(υ)ντελίζω (συντελέω) = ἐπιφέρω τὸ τέλος, ἐξαντλῶ, ἐξαντλοῦμαι δαπανώμενος.