σ(η)μαδιακὸς -ὴ -ὸ 25 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σημαδιακὸς -ὴ -ὸ (σημάτιον -ακὸς) = σεσημασμένος, εὐδιάκριτος.