σ΄χνουδιάζει (συχνουδιάζει)
Λέγεται για τον προσδιορισμό της ώρας, όταν φεύγει η μέρα και αρχίζει να σκοτεινιάζει (σχνουδιάζει)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σ(υ)χνουδιάζει (σὺν-γνόφος, χνοάζω, «χνοῦδι») = συγχέεται ἡ ἀπερχόμενη ἡμέρα μὲ τὴν ἐπερχόμενη νύκτα, βραδυάζει.
Άρχισε να σκοτεινιάζει. Το σ (όχι συν) κόλλησε στη λέξη “χνοώδη” = ομιχλώδης θολός (Δημητράκος) και σχηματίσθηκε το ρήμα σχνουδιάζω.
Εδώ απρόσωπο.
Το “χνούδι” μεταφορικά μας οδηγεί στο απαλό (σα το χνούδι) σκοτάδι!. Που σιγά-σιγά θα γίνει σκότος και δε θα βλέπεις το δάκτυλό σου.
Σημειωτέον μια έννοια της λέξης “χνοώδης” είναι η “ομιχλώδης, θολός” (Δημητράκος). Σχετική (αλλά απομακρύνεται από τη λέξη μας) είναι “γνόφος”, “γνοφώδης”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης