Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παλαμάρι

Παλαμάρι /τὸ/ (παλάμη-αἴρω, Ἰ. palamare, Τ. παλαμὰρ) = κάλως, χονδρὸν σχοινίον, πρυμνήσιον.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.