Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Π

π(ι)διαλάζομαι

Πιδιαλάζομαι (Πδιαλάζομαι) (ἐπὶ-διὰ-ἀλάσσομαι) = ἐπιλαμβάνομαι, μεταχειρίζομαι, χειροδικῶ.

π(ι)θοκάρι

Πιθοκάρι /τὸ/ (ἀποτίθημι-καιρὸς) = χῶρος προφορος ἢ ἀσφαλὴς πρὸς φύλαξιν κινητῶν πραγμάτων.

π(ι)θώνω

Πιθώνω (ἀπὸ-τίθημι) = ἀποθέτω, φυλλάσω, τοποθετῶ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Απόσπασμα από μοιρολόι του Μεγανησίου “Μαυρέτα μου τον πόνο σου πού να τονέ πιθώσω; να τον πιθώσω στα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια, να τον πιθώσω στο τρίστρατο, τον παίρνουν οι διαβάτες. …” Μπολίτσα στο χρόνο φράση: “το ΄σκωσε . . . Περισσότερα

π(ι)λιάφι καί πλιάφ(ι)

Π(ι)λιάφι καί Πλιάφ(ι) /τὸ/ (Τ. Σ. πιλὰβ) = πιλάφι, φαγητὸν ἐξ ὀρύζης μὲ ἐλάχιστον ὕδωρ ἀπορροφώμενον κατὰ τὴν βράσιν.

π(ι)σκέσ(ι)

Π(ι)σκέσ(ι) (Πισκέσι – Πσκέσ) /τὸ/ (Τ. πεσκὲς) = φιλοδώρημα ὡς εἶδος, δῶρον, ρεγάλο.

π(ι)τίζω

Πιτίζω (βλ. πυτίζω) = ἐπιπάσσω, ραντίζω, μπουχίζω διὰ τοῦ στόματος.

π(ιτ)τακώνω

ισάζω με την παλάμη μου την πίτα ή το ψωμί στο ταψί, για να ισώσει τελείως. (πτακώνω/πιτακώνω) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Π(ιτ)τακώνω («πίττα») = πιέζω διὰ τῆς παλάμης φύραμα, πλακούντιον κ.τ.ὅ. πρὸς ἐπιπέδωσιν τῆς ἐπιφανείας καὶ ἐξάλειψιν κενῶν ἢ ἀνωμαλιῶν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

π(ου)λάμια

Π(ου)λάμια /τὰ/ (Ἰ. pollo-ame) = πουλερικὰ κυνηγίου (κίχλες, κοσσύφια, μπεκάτσες κ.τ.ὅ.).

π(ου)λέντα

Πουλέντα /ἡ/ (Ἰ. polenta) = κρέμα βρασμένου ἀραβοσιταλεύρου μὲ λάδι καὶ πετιμέζι. Βλ. και μπολέντα

π(υ)ριὰ

Πυριὰ /ἡ/ (πυρεία) = τὸ πυρεύειν, ἡ δι’ ἰσχυροῦ φωτὸς νυκτερινὴ ἁλιεία.

π(υ)τίζω

Πυτίζω (πτίζω) = ραντίζω δι’ ὕδατος μόλις ληφθέντος εἰς τὸ στόμα, μπουχίζω διὰ τοῦ στόματος.

παβέντζο (το)

Απάνεμο μέρος που προφυλάσσεται από τον αέρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παβέντζο /τὸ/ (Ἰ. pavese, spazzavento) = προφύλακτρον τοῦ ἀνέμου, ὑπήνεμον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

πάγα (η)

η αμοιβή, ο μισθός. Σε χργρ. του 1754 (ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “εις πάγες τον γιατρόν, ης γιατρικά και όλα .. μου επήγαν λ. 567″. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πάγα /ἡ/ (Ἰ. paga) = μισθός, πληρωμή, ἀπόθεμα, κομπόδεμα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

παγάδα (η)

άπνοια, νηνεμία, γαλήνη. φράση: “Όταν επαγαδώσε φύγαμε με τη βάρκα”. Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ.: “Η Χελιδόνα απάνωθε βαθιά μια φρονιμάδα / τη βάρκα μου εκατάλαμπε / κι απ΄ τη βαθιά παγάδα / το μέτωπο μου λούζοντας/ στην παγερή απαλαμή”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Παγάδα /ἡ/ (Ἰ. pacato) = ἡσυχία, . . . Περισσότερα

παγάνα (η)

ομάδα κυνηγών ή άλλη ερευνητική ομάδα, που ανιχνεύει από διάφορα σημεία για τη σύλληψη ή φόνο του θηράματος. μτφ.: η καταδίωξη προσώπων που καταζητούνται από την πολιτεία. “Αν δεν βγήτε παγάνα, δε θα τους πιάσετε”. ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος, άσμα Γ΄ “Κατάκορφα στον ουρανό πετιέται κι ο πετρίτης / τ΄ αητού . . . Περισσότερα

παγανιά (η)

συνώνυμο της λέξης παγάνα. Σε μοιρολόγι της Λευκάδας ακούμε: “Εβγήκε ο Χάρος παγανιά, να κάψει την καρδιά μας …” μτφ.: “Εβγήκαμε παγανιά, νύχτα με τα φανάρια, πεντέξη μαζί, να βρούμε τ΄ άλογο που μας ξέφυγε απ΄ τ΄ αχούρι”.

παγανό (το)

τα παγανά είναι πονηρά πνεύματα, που ανεβαίνουν στη γη την ημέρα των Χριστουγέννων και επιστρέφουν την ημέρα των Θεοφανίων, με την πρωτάγιαση, στον κάτω κόσμο, όπου αρχίζουν να πελεκάνε με τσεκούρια τον πελώριο πλατανίσιο κορμό που κρατάει τη γη. Μα όταν φτάσουν στο σημείο να τον κόψουν, να σου και . . . Περισσότερα

παγανοστάχτη

η στάχτη που κρατούσαν από την φωτιά των Χριστουγέννων και μαζί με απομεινάρια του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού (ψίχουλα, τσόφλια από μύγδαλα και καρύδια, κόκκαλα κ.λπ, τα πήγαιναν στα πλησιέστερα αμπέλια τους, το απόγευμα των Φώτων και τα σκορπούσαν σταυρωτά, διώχνοντας έτσι τα ζιζάνια. Καθώς το σκορπίζουν λένε: “Φευγάτε σκαθάρια, γιατί σας . . . Περισσότερα