Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παλεύω

επιπλήττω, κοπιάζω, αγωνίζομαι.
φράσεις: “Μη με παλεύεις, μωρή μάνα, δε φταίω εγώ” – “εδώ παλεύω με τα χώματα” – “κάτι  παλεύω να κάμω …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Παλεύω (πάλη) = ἀγωνίζομαι, μοχθῶ, λογομαχῶ, ἐπιπλήττω, ἐπικρίνω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Παλεύω = μαλώνω, ἐπιπλήττω, μή παλεύεις τό παιδί (μή μαλώνεις τό παιδί).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Παλεύω = αγωνίζομαι, πασχίζω, εναντιὠνομαι, φοβερίζω, αγριεύω. Εδώ με την έννοια του φοβερίζω, (ρ. παλαίω, πάλη). Συνηθισμένη έκφραση είναι «ποιος σε πάλεψε παιδάκι μ’ και κλαίς;».Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.