πορτόν(ι)
Πορτόν(ι) /τὸ/ (Ἰ. portone) = πυλών, αὐλόθυρα. (πορτόνι)
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
πορτόνι (τό): αὐλόθυρα, ἡ ἐξωτερική μεγάλη πόρτα τῆς αὐλῆς, (BEN. portone).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Πορτόνι = αὐλόθυρα, ἡ ἐξωτερική μεγάλη πόρτα τῆς αὐλῆς.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής