Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παλιοτρίτσα, τα

Παλιοτρίτσα, τα: (παλαιά+τρίτσα) = παλιοτριμμένα, τετριμμένα ρούχα, εκ του ρ. διατρίβω-ψω, παρακ. διατέτριμμαι = κατατρίβω, καταναλίσκω.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.