παλαμίζω
- βάφω τα ύφαλα της βάρκας ή του πλοίου με στεατώδη αδιάβροχη ουσία. Επαλείφω με πίσσαν χρησιμοποιώντας για τις ρωγμές στουπί.
- βάνω την παλάμη μου: όρκος: “Παλαμίζω το Ευαγγέλιο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παλαμίζω (παλάμη) = ἅπτομαι διὰ τῆς παλάμης, ἐπιθέτω τὴν παλάμην, ἐπαλείφω τὰ ὕφαλα πλοίου ἢ λέμβου διὰ στεατώδους οὐσίας, «ἐπαλάμσε τὸ Βαγγέλιο».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Παλαμίζω, § ἀλείφω διὰ πίσης τὴν ἐπιφάνειαν τῆς σκάφης τῶν πλοίων· § ἐπιορκῶ θέτων τὴν παλάμην ἐπὶ τῆς εἰκόνος ἁγίου ἢ ἐπὶ τοῦ εὐαγγελίου.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου