μπρε
βρε
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
βρε
μπρέκι, πρέκι (τό): ὑπέρθυρο, ἀνώφλι, (ΒΕΝ. brechia, breccia=ἄνοιγμα).
“παλιοδουλειά”, απερισκεψία, κρυφό άρπαγμα φαγητού, λιχουδιάς κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μπρέκια /ἡ/ (Ἰ. breccia) = ἀπερισκεψία, αὐθαιρεσία, ἄστοχος ἐνέργεια. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μπρι(γι)οῦ (πρὶν οὗ) = πρὶν ἤ, προτοῦ νά, ἐνωρίτερον ἀπό. μπριγιοῦ / μπριοῦ
φαγητό, πίτα που γίνεται με χλωρά κολοκύθια, πατάτες κ.α. στο φούρνο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μπριάνι /τὸ/ (Τ. μπιργιάν, Σ. bριjὰν) = κολοκύνθη χλωρὰ τεμαχισμένη διὰ πίτταν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
κολοκυθόπιτα με νωπά κολοκύθια, τυρί, αυγά, γάλα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μπριανόπιτα /ἡ/ (Τ. μπριγιάν, Σ. bριjὰν-«πίττα») = πλακοῦς (πίττα) ἀπὸ ψιλοκομμένο χλωρὸ κολοκύθι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μπρίκι /τὸ/ (Ἀ. Τ. Σ. ἰbρίκ, Ἰ. bricco) = θερμορρόη, σκεῦος παρασκευῆς ἀφεψημάτων.
πριν να, προτού να, νωρίτερα από
μετάξινη κλωστή, μεταξένιο γαϊτάνι. Σε χργρ του 1753 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βλέπομε: “Εις τα ρούχα όπου έκαμα τον πεδοπουλόνε εξόδιασα τρα (=συνολικά) ης το ρούχο, μάστορα, φόδρες και μπρισίμι λ. 156″. Δημ. τραγ. : “Κουνιέται το γαρούφαλο κουνιέται και τ΄ ασήμι / κουνιέται κι η καρδούλα μου σε μια κλωστή . . . Περισσότερα
Μπρίστρα /ἡ/ (Ἰ. borro -oso) = ἔδαφος κάθυγρον, διαπεποτισμένον, βαρκό.
Μπρίτσολας = παιδικό παιχνίδι μέ πέτρες. βλ. πρίτσουλας και πρίτσολας (ο)
Μπριχοῦ, ἐπίρρ. χρ. § πρὸ τοῦ, πρὶν ἤ. Π. φεύγα μπριχοῦ σὲ δείρῃ. Σημ. Ἐκ τοῦ πρὸ τοῦ (Σύλλ. 37. 47). τὸ ι ἀντὶ τοῦ ο κατ’ ἰδιόρρυθμον τροπήν, πλὴν εἸ μὴ ἐγένετο ἐκ τοῦ πρὶν τοῦ. Ὁ Βυζ. γρ. μόνον πριχοῦ.
τα πλάγια μέσα που χρησιμοποιεί κανείς για να πετύχει κάτι. “Έβαλα γερά μπρόγια και το κατάφερα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μπρόγια /τὰ/ (Ἰ. brogliare) = πλάγια μέσα, δωροδοκία ἢ φορτικὴ ὄχλησις πρὸς ἐπίτευξιν σκοποῦ. «ἔβαλε μπρόγια». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μπρόδο /τὸ/ (Ἰ. brodo) = πυκνὸς ζωμὸς κρέατος ἢ ψαριοῦ, σάλτσα, καρύκευμα.
μπρόκα (ἡ), πρόκα (ἡ): πρόκα, καρφί, (BEN. bròca).
Μπρόκολο /τὸ/ (Ἰ. broccolo) = ἀνθοκράμβη, κουνουπίδι, κραμποδιφιόρι μελανωπῆς ἀποχρώσεως.
Μπροκολόζουμο /τὸ/ (Ἰ. brocollo, ζωμὸς) = ζωμὸς ἀπὸ βρασμένο κουνουπίδι.
από μπροστά “πέρασε μπροστάθενέ του”
προκαταβολή, καπάρος.
το λουρί που περιζώνει στο στήθος του φορτηγού ζώου για να συγκρατεί το σαμάρι στον ανήφορο, να μη γέρνει προς τα πίσω. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μπροστογίγκλι /τὸ/ (πρόσθιος, Λ. vinculum, Ἰ. ginghia) = τελαμὼν περιβάλλων τὸ στέρνον τοῦ ὑποζυγίου πρὸς συγκράτησιν τοῦ σάγματος εἰς τὴν ἀνωφέρειαν, . . . Περισσότερα
μαντήλι, γυναικείο από την παραδοσιακή φορεσιά βλ. κρέπι
η ποδιά. “Ανώνυμη είναι η αγαθή οικοκυρά, η οποία αφελώς πλην αυστηρώς κυριολεκτούσα ονόμασε ούτω την ποδιάν”. (Από παλιό χειρόγρ.).
Μπροστοποδιά, η: (εμπρός + ποδιά) = η εμπροστοποδιά ή μπροστέλα: η μπροστινή ποδιά στην παραδοσιακή Λευκαδίτικη φορεσιά. Εμπροσθέλα→ μπροστέλα.
το, υφαντό σε αργαλειό, σακούλι που το κρεμούσαν μπροστά τους με σκοινί για να ρίχνουν μέσα τις ελιές που μάζευαν
Μπροτοῦ § ταὐτὸ σημ. τῷ μπριχοῦ (ὅπερ ἰδέ)· λέγομεν ἀκόμη καὶ μπροχοῦ.
παίζω με το νερό, τριγυρνώ βρέχοντας στα λασπόνερα. φράση: “Πώς μπροτσαλίζεις παιδί μου, με τέτοιον καιρό, θα πουντιάσεις”.
η πορσελάνη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μπροτσολάνα /ἡ/ = πορσελάνη, θηραϊκὴ γῆ, σινοκέραμος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης μπροτσαλάνα (ἡ): πορσελάνη, θηραϊκή γῆ, (BEN. porcelàna). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
μπαρούτι
υπόξινος, ο στυφός, “το κρασί άρχισε να μπρουσκάρει”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μπρουσκάρω (Ἰ. bruscare) = καθίσταμαι δριμύτερος, ὑπόξεινος λόγῳ ὑπερζυμώσεως. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
κρασί με στυφή γεύση Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μπροῦσκος -α -ο (Ἰ. bruscare) = δριμὺς λόγῳ ὑπερζυμώσεως, ὑπόξεινος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Μπροῦσκο = χρωματιστό καί δυνατό γνήσιο κρασί. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής