Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπρίκι

Μπρίκι /τὸ/ (Ἀ. Τ. Σ. ἰbρίκ, Ἰ. bricco) = θερμορρόη, σκεῦος παρασκευῆς ἀφεψημάτων.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.