μπριχοῦ
Μπριχοῦ, ἐπίρρ. χρ. § πρὸ τοῦ, πρὶν ἤ. Π. φεύγα μπριχοῦ σὲ δείρῃ.
Σημ. Ἐκ τοῦ πρὸ τοῦ (Σύλλ. 37. 47). τὸ ι ἀντὶ τοῦ ο κατ’ ἰδιόρρυθμον τροπήν, πλὴν εἸ μὴ ἐγένετο ἐκ τοῦ πρὶν τοῦ. Ὁ Βυζ. γρ. μόνον πριχοῦ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μπριχοῦ, ἐπίρρ. χρ. § πρὸ τοῦ, πρὶν ἤ. Π. φεύγα μπριχοῦ σὲ δείρῃ.
Σημ. Ἐκ τοῦ πρὸ τοῦ (Σύλλ. 37. 47). τὸ ι ἀντὶ τοῦ ο κατ’ ἰδιόρρυθμον τροπήν, πλὴν εἸ μὴ ἐγένετο ἐκ τοῦ πρὶν τοῦ. Ὁ Βυζ. γρ. μόνον πριχοῦ.