μπρέκι, πρέκι (τό) 04 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 μπρέκι, πρέκι (τό): ὑπέρθυρο, ἀνώφλι, (ΒΕΝ. brechia, breccia=ἄνοιγμα).