μπρι(γι)οῦ 26 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μπρι(γι)οῦ (πρὶν οὗ) = πρὶν ἤ, προτοῦ νά, ἐνωρίτερον ἀπό. μπριγιοῦ / μπριοῦ