μπροτσολάνα (η)
η πορσελάνη.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπροτσολάνα /ἡ/ = πορσελάνη, θηραϊκὴ γῆ, σινοκέραμος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
μπροτσαλάνα (ἡ): πορσελάνη, θηραϊκή γῆ, (BEN. porcelàna).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου