ξεκολιάζω
Ξεκολιάζω (ἐκ-κολεὸς-κωλὴ) = θραύω ἢ τρυπῶ τὸν πυθμένα δοχείου, διαφθείρω δι᾿ ἀσελγείας ἢ συνουσίας.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξεκολιάζω (ἐκ-κολεὸς-κωλὴ) = θραύω ἢ τρυπῶ τὸν πυθμένα δοχείου, διαφθείρω δι᾿ ἀσελγείας ἢ συνουσίας.