ξεκλιάρης
Ξεκλιάρης § ὁ ἔχων κλίσιν ἢ ἕξιν εἰς τὸ φορεῖν ξεσχισμένα ὶμάτια.
Σημ. ἰδ. ’ξυπολιάρης.
βλ. καί ξεσκλιάρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξεκλιάρης § ὁ ἔχων κλίσιν ἢ ἕξιν εἰς τὸ φορεῖν ξεσχισμένα ὶμάτια.
Σημ. ἰδ. ’ξυπολιάρης.
βλ. καί ξεσκλιάρης